ααπτος

ααπτος
    ἄαπτος
    ἄ-απτος
    2
    неприкосновенный, неприступный, т.е. неодолимый
    

(χεῖρες Hom., Hes.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ααπτος" в других словарях:

  • άαπτος — ἄαπτος ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α αντί αν δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι.… …   Dictionary of Greek

  • ἄαπτος — not to be touched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄαπτον — ἄαπτος not to be touched masc/fem acc sg ἄαπτος not to be touched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀάπτους — ἄαπτος not to be touched masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄαπτοι — ἄαπτος not to be touched masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άεπτος — ἄεπτος, ον (Α) [ἔπομαι] (αντί άαπτος*) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν ακολουθήσει, να τόν αντιμετωπίσει, ακαταμάχητος, άγριος, θηριώδης η λ. απαντά επίσης και ως δ. γρφ. αντί τού άελπτος* στον Αισχύλο (Ικέτιδες 908. Αγαμέμνων 141) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»